Υπόθεση : O Paul Conroy (Ryan Reynolds), είναι ένας Αμερικανός οδηγός που δουλεύει σε μια εταιρία στο Ιράκ, την περίοδο του 2006. Βρίσκεται ζωντανός μέσα σε ένα ξύλινο φέρετρο, μερικά μέτρα κάτω από την επιφάνια της γης. Με τον αναπτήρα του αντιλαμβάνεται σε τι κατάσταση βρίσκεται και πως δεν έχει πολύ οξυγόνο για να ζήσει. Βρίσκει ένα κινητό τηλέφωνο που του επιτρέπει να επικοινωνεί με τον έξω κόσμο. Αλλά αποδεικνύεται ότι ο έξω κόσμος δεν είναι και πολύ πρόθυμος να βοηθήσει έναν άνθρωπο που έχει θαφτεί στην μέση της Ιρακινής ερήμου. Ο Paul για να καταφέρει να σωθεί, θα πρέπει να βασιστεί στο μοναδικό του σύμμαχο, τον εαυτό του.
Με μια κουβέντα : Αυτό δεν ήταν φέρετρο το, το τσαντάκι του Σπορτ Μπίλυ ήταν!!! Καλά όλα τα άλλα, αλλά είναι δυνατόν εκεί που είναι κλισμένος στο φέρετρο, να βρει έναν αναπτήρα, ένα κινητό, ένα μπουκαλάκι με ποτό, τα χάπια του, ξηροκάρπια, ένα σουγιά, και σωληνάκια που φωσφορίζουν στο σκοτάδι;;
Γενικά : Βάζω την ταινία και ξεκινά αμέσως με τον έγκλειστο και φιμωμένο Ryan Reynolds να μουγκρίζει από αγωνία και φόβο. Εκεί συνειδητοποιώ ότι θα δεινοπαθήσω βλέποντας μια ταινία όπου ο πρωταγωνιστής δεν θα μιλάει, γιατί είναι μόνος του και κλεισμένος σε ένα κουτί, όλες αυτές οι μαύρες σκέψεις πέρασαν ακριβώς στα δέκα λεπτά, όπου η ταινία άρχισε να αποκτά ενδιαφέρον, ένα ενδιαφέρον που εξελίχτηκε σε αγωνία, που μετατράπηκε σε αγωνία τύπου: ¨Τρώω τα νύχια μου¨. Δεν το περίμενα και λέω ένα μεγάλο μπράβο στον σκηνοθέτη Rodrigo Cortés, ένα ακόμα πιο μεγάλο μπράβο στον Ryan Reynolds, γιατί ξεπέρασε τον εαυτό του, μένοντας κλεισμένος τόση ώρα σε ένα κουτί και μια μεγάλη μούντζα δίνω στο σενάριο, για το τέλος που μου έδωσε και έμεινα να κοιτάζω τους τίτλους τέλους με ανοιχτό το στόμα, χάσκοντας σαν βόδι! Για να μην αδικήσω όμως το σενάριο να πω ότι ήταν πολύ καλό σε όλη την ταινία, υπήρχε πλοκή και συνέβαιναν πράγματα που δεν σε άφηναν ούτε κατά διάνοια να βαρεθείς και να παρατήσεις την ταινία. Φυσικά υπήρχαν υπερβολές και άσκοπες σκηνές, αλλά τι να κάνεις, δεν μπορείς να τα έχεις όλα σε μια ταινία. Το Soundtrack έχει ένα ενδιαφέρον, κυρίως στο τελευταίο ορχηστρικό κομμάτι στο πιο συνταρακτικό στιγμιότυπο του έργου. Κλείνοντας πιστεύω ότι το Buried είναι μια ταινία που δεν πρόκειται να απογοητεύσει ακόμα και το πιο δύσκολο κοινό, καθώς όλα τα στοιχεία που την συντελούν είναι στην καλύτερη δυνατή τους μορφή.
Η Ατάκα : Dan Brenner: «Λυπάμαι Paul, λυπάμαι πολύ».
Ποιον θα έπαιζα : Σίγα μην κλειστώ εγώ σε φέρετρο.
Αγαπημένη σκηνή : Όταν έσκασε μύτη το φίδι, το ξέρω τραβηγμένο, αλλά είχα κολλήσει στον τοίχο από την αγωνία μου.
Χειρότερη σκηνή : Τα πρώτα δέκα λεπτά, που βαρέθηκα.
Δες την : Γιατί έχει αγωνία, έχει πολύ καλή ερμηνεία από τον Reynolds, ενδιαφέρουσα σκηνοθετική ματιά καθώς δεν χρησιμοποιήθηκαν καθόλου φωτισμοί, πάρα μόνο ο αναπτήρας και το κινητό και για το πολύ καλό σενάριο, που εκτίναξε την αγωνία στα ύψη.
Μην την δεις : Γιατί νομίζω ότι είναι η μοναδική ταινία όπου ο Reynolds δεν βγάζει τα ρούχα του… αγαπητή ευλόγησον φίλη λυπάμαι αλλά δεν θα πάρεις μάτι απόψε!
Με ποιον να την δεις : Με φίλους ή την κοπέλα σου.
Μην την δεις με : Με άτομα που έχουν κλειστοφοβία!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου